- ακρωτηριασμός
- Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α. είναι πολλοί. Για παράδειγμα, ο καρκίνος τραχήλου της μήτρας μπορεί να οδηγήσει σε α. του τραχήλου της μήτρας, η γάγγραινα ενός κάτω άκρου μπορεί να οδηγήσει σε α. του μέλους κ.ά.
* * *ο (Α ἀκρωτηριασμός) [ἀκρωτηριάζω]1. (για πράγματα) αποκοπή τών άκρων2. (για ανθρώπους) αποκοπή τών άκρων μελών τού σώματος3. (για πράγματα) υπερβολική και επιζήμια περικοπή, κουτσούρεμα, παραμόρφωση.
Dictionary of Greek. 2013.